Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

το τουφέκι

  • 1 tüfek

    τουφέκι

    Türkçe-Yunanca Sözlük > tüfek

  • 2 винтовка

    винтовка ж το τουφέκι малокалиберная \винтовка το τουφέκι μικρού διαμετρήματος
    * * *
    ж
    το τουφέκι

    малокали́берная винто́вка — το τουφέκι μικρού διαμετρήματος

    Русско-греческий словарь > винтовка

  • 3 ружье

    ружь||е
    с τό ὅπλο, τό τουφέκι, τό ντουφέκι:
    автоматическое \ружье τό αὐτόματο (ὅπλο)· противотанковое \ружье τό ἀντιαρματικό τουφέκι· охотничье \ружье τό κυνηγετικά ὅπλο· выстрел из \ружьея ἡ τουφεκιά· стрельба из \ружьея τό τουφεκίδι· стрелять из \ружьея τουφεκώ, ρίχνω μέ τό τουφέκι· ◊ быть под \ружьеем εἶμαι ὑπό τά ὀπλα· призвать под \ружье καλώ ὑπό τά ὀπλα, ἐπιστρατεύω.

    Русско-новогреческий словарь > ружье

  • 4 застрелить

    застрелить τουφεκίζω, πυ ροβολώ με τουφέκι
    * * *
    τουφεκίζω, πυροβολώ με τουφέκι

    Русско-греческий словарь > застрелить

  • 5 ружьё

    ружьё с το όπλο· охотничье \ружьё το κυνηγετικό τουφέκι
    * * *
    с
    το όπλο

    охо́тничье ружьё — το κυνηγετικό τουφέκι

    Русско-греческий словарь > ружьё

  • 6 винтовка

    винтовка
    ж τό τουφέκι, τό ὀπλο[ν]:
    автоматическая \винтовка τό αὐτόματο τουφέκι.

    Русско-новогреческий словарь > винтовка

  • 7 винтовка

    θ.
    τουφέκι, τυφέκιο•

    малокалиберная винтовка τουφέκι μικρού διαμετρήματος.

    Большой русско-греческий словарь > винтовка

  • 8 винтовка

    το (πυροβόλο) όπλο με ραβδωτή κάννη, το τυφέκιο, разг. το τουφέκι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > винтовка

  • 9 вскидывать

    вскидывать
    несов, вски́иуть сов σηκώνω ἐπάνω, ἀνασηκώνω:
    \вскидывать ружье σηκώνω τό τουφέκι· \вскидывать голову σηκώνω τό κεφάλι· вскинуть глаза ρίχνω τή ματιά μου.

    Русско-новогреческий словарь > вскидывать

  • 10 выпаливать

    выпаливать
    несов, выпалить сов
    1. (стрелять) πυροβολώ:
    \выпаливать из ружья πυροβολώ, βάλλω μέ τό τουφέκι·
    2. перен ἐκστομίζω, ξεστομίζω.

    Русско-новогреческий словарь > выпаливать

  • 11 закидывать

    закидывать I
    несов
    1. (заполнять) γεμίζω:
    \закидывать яму песком σκεπάζω τόν λάκκο μέ ἄμμο· \закидывать камнями πετροβολώ·
    2. (кого-л. чем-л.) βομβαρδίζω μέ...:
    \закидывать вопросами βομβαρδίζω μέ ἐρωτήσεις.
    закидывать II
    несов
    1. (бросать далеко) ρίχνω, πετῶ, ρίπτω·
    2. (запрокидывать):
    \закидывать назад голову γέρνω τό κεφάλι μου πίσω· \закидывать ногу на ногу βάζω τό ἕνα πόδι πάνω στ' ἄλλο· \закидывать ружье за спину κρεμώ τό τουφέκι στον ὠμο.

    Русско-новогреческий словарь > закидывать

  • 12 насечка

    насечк||а
    ж
    1. (действие) τό χάραγμα, ἡ ἐγκοπή·
    2. (нарезка) ἡ ἐγχάραξις (бороздка)/ ἡ χάραξη (зарубка)·
    3. (узор):
    ружье с золотой \насечкаой τό τουφέκι πλουμισμένο μέ χρυσάφι.

    Русско-новогреческий словарь > насечка

  • 13 убивать

    убивать
    несов σκοτώνω, δολοφονώ, φονεύω:
    \убивать из ружья́ σκοτώνω μέ τό τουφέκι.

    Русско-новогреческий словарь > убивать

  • 14 чеканка

    чекан||ка
    ж
    1. (действие) τό κόψιμο, ἡ κατασκευή:
    \чеканкака монеты ἡ νομισματοκο· πία, τό κόψιμο νομισμάτων· монета старой \чеканкаки τό παλαι5 νόμισμα·
    2. (украшение) τό σμίλευμα:
    ружье с \чеканкакой τό σμιλευτό τουφέκι.

    Русско-новогреческий словарь > чеканка

  • 15 rifle

    1. noun
    (a gun with a long barrel, fired from the shoulder: The soldiers are being taught to shoot with rifles.) τουφέκι
    2. verb
    1) (to search (through something): The thief rifled through the drawers.) ψαχουλεύω
    2) (to steal: The document had been rifled.) κλέβω

    English-Greek dictionary > rifle

  • 16 винтовка

    [βιντόφκα] ουσ θ. τουφέκι, όπλο

    Русско-греческий новый словарь > винтовка

  • 17 ружьё

    [ρουζ'ιό] ουσ. ο. τουφέκι, όπλο

    Русско-греческий новый словарь > ружьё

  • 18 винтовка

    [βιντόφκα] ουσ θ. τουφέκι, όπλο

    Русско-эллинский словарь > винтовка

  • 19 ружьё

    [ρουζ'ιό] ουσ ο τουφέκι, όπλο

    Русско-эллинский словарь > ружьё

  • 20 выбросить

    -ошу, -осишь, προστκ. выбрось, κ. выброси, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выброшенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ έξω•

    он -ил окурок в окно αυτός πέταξε τη γόπα έξω από το παράθυρο•

    выбросить мусор πετώ έξω τα σκουπίδια.

    || μτφ. διαγράφω, σβήνω, περικόπτω, απορρίπτω•

    в цензуре -ли основное η λογοκρισία απέρριψε το βασικό.

    || μτφ. σπαταλώ, ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα, σκορπώ•

    выбросить зря деньги σπαταλώ τα χρήματα•

    выбросить на ветер сто рублей σκορπίζω στον αέρα (εξανεμίζω) εκατό ρούβλια.

    2. προτείνω, προβάλλω, τεντώνω, τινάζω•

    выбросить руку вправо τεντώνω το χέρι δεξιά•

    -винтовку выбросить προτείνω το τουφέκι.

    3. προπέμπω, προαποστέλλω, εξαποστέλλω.
    4. αναδίδω, εκφύω, βλαστίζω.
    5. βγάζω, ρίχνω•

    выбросить товары на рынок ρίχνω εμπορεύματα στην αγορά.

    εκφρ.
    выбросить из головы, сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι (νου), την καρδιά, τη μνήμη (ξεχνώ)•
    -лозунг ή призыв – ρίχνω σύνθημα•
    выбросить на улицу – α) ρίχνω, πετώ στο δρόμο, διώχνω από το σπίτι, β) στερώ των μέσων ύπαρξης, πετώ στο δρόμο.
    ρίχνομαι, πηδώ κάτω•

    он -ился из окна αυτός ρίχτηκε (έπεσε) κάτω από το παράθυρο.

    || εξοκέλλω• προσαράσσω. || ξεσπώ, βγαίνω, πετάγομαι απότομα, με δύναμη (για καπνό, φλόγα, νερό κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > выбросить

См. также в других словарях:

  • τουφέκι — τουφέκι, το και ντουφέκι, το (λ. τουρκ.) 1. μακρύκαννο φορητό πυροβόλο όπλο. 2. πυροβολισμός του όπλου αυτού, τουφεκιά: Αχός βαρύς ακούγεται πολλά τουφέκια πέφτουν, μήνα σε γάμο ρίχνονται… (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τουφέκι — και ντουφέκι, το, Ν στρ. βλ. τυφέκιο …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • τουφεκίζω — και ντουφεκίζω και τυφεκίζω Ν [τουφέκι] 1. πυροβολώ με τουφέκι 2. εκτελώ κάποιον με τυφεκισμό …   Dictionary of Greek

  • τουφεκώ — και ντουφεκώ, άω, Ν [τουφέκι / ντουφέκι] ρίχνω σφαίρες με το τουφέκι, πυροβολώ …   Dictionary of Greek

  • Μάουζερ, Βίλχελμ — (Willhelm Mauser, Όμπερντορφ επί του Νέκαρ, Βυρτεμβέργη 1834 – 1882). Γερμανός οπλοποιός και βιομήχανος. Μαζί με τον αδελφό του Πάουλ (1838–1914) κατασκεύασε ένα επαναληπτικό τουφέκι ταχείας βολής, τον τύπο 71, που έγινε αμέσως δεκτό από τον… …   Dictionary of Greek

  • Modernes Griechisch — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechisch — Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechische Sprache — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»