-
1 tüfek
τουφέκι -
2 винтовка
винтовка ж το τουφέκι малокалиберная \винтовка το τουφέκι μικρού διαμετρήματος* * *жτο τουφέκιмалокали́берная винто́вка — το τουφέκι μικρού διαμετρήματος
-
3 ружье
ружь||ес τό ὅπλο, τό τουφέκι, τό ντουφέκι:автоматическое \ружье τό αὐτόματο (ὅπλο)· противотанковое \ружье τό ἀντιαρματικό τουφέκι· охотничье \ружье τό κυνηγετικά ὅπλο· выстрел из \ружьея ἡ τουφεκιά· стрельба из \ружьея τό τουφεκίδι· стрелять из \ружьея τουφεκώ, ρίχνω μέ τό τουφέκι· ◊ быть под \ружьеем εἶμαι ὑπό τά ὀπλα· призвать под \ружье καλώ ὑπό τά ὀπλα, ἐπιστρατεύω. -
4 застрелить
-
5 ружьё
ружьё с το όπλο· охотничье \ружьё το κυνηγετικό τουφέκι* * *сτο όπλοохо́тничье ружьё — το κυνηγετικό τουφέκι
-
6 винтовка
винтовкаж τό τουφέκι, τό ὀπλο[ν]:автоматическая \винтовка τό αὐτόματο τουφέκι. -
7 винтовка
-и θ.τουφέκι, τυφέκιο•малокалиберная винтовка τουφέκι μικρού διαμετρήματος.
-
8 винтовка
το (πυροβόλο) όπλο με ραβδωτή κάννη, το τυφέκιο, разг. το τουφέκι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > винтовка
-
9 вскидывать
вскидыватьнесов, вски́иуть сов σηκώνω ἐπάνω, ἀνασηκώνω:\вскидывать ружье σηκώνω τό τουφέκι· \вскидывать голову σηκώνω τό κεφάλι· вскинуть глаза ρίχνω τή ματιά μου. -
10 выпаливать
выпаливатьнесов, выпалить сов1. (стрелять) πυροβολώ:\выпаливать из ружья πυροβολώ, βάλλω μέ τό τουφέκι·2. перен ἐκστομίζω, ξεστομίζω. -
11 закидывать
закидывать Iнесов1. (заполнять) γεμίζω:\закидывать яму песком σκεπάζω τόν λάκκο μέ ἄμμο· \закидывать камнями πετροβολώ·2. (кого-л. чем-л.) βομβαρδίζω μέ...:\закидывать вопросами βομβαρδίζω μέ ἐρωτήσεις.закидывать IIнесов1. (бросать далеко) ρίχνω, πετῶ, ρίπτω·2. (запрокидывать):\закидывать назад голову γέρνω τό κεφάλι μου πίσω· \закидывать ногу на ногу βάζω τό ἕνα πόδι πάνω στ' ἄλλο· \закидывать ружье за спину κρεμώ τό τουφέκι στον ὠμο. -
12 насечка
насечк||аж1. (действие) τό χάραγμα, ἡ ἐγκοπή·2. (нарезка) ἡ ἐγχάραξις (бороздка)/ ἡ χάραξη (зарубка)·3. (узор):ружье с золотой \насечкаой τό τουφέκι πλουμισμένο μέ χρυσάφι. -
13 убивать
убиватьнесов σκοτώνω, δολοφονώ, φονεύω:\убивать из ружья́ σκοτώνω μέ τό τουφέκι. -
14 чеканка
чекан||каж1. (действие) τό κόψιμο, ἡ κατασκευή:\чеканкака монеты ἡ νομισματοκο· πία, τό κόψιμο νομισμάτων· монета старой \чеканкаки τό παλαι5 νόμισμα·2. (украшение) τό σμίλευμα:ружье с \чеканкакой τό σμιλευτό τουφέκι. -
15 rifle
-
16 винтовка
[βιντόφκα] ουσ θ. τουφέκι, όπλο -
17 ружьё
[ρουζ'ιό] ουσ. ο. τουφέκι, όπλο -
18 винтовка
[βιντόφκα] ουσ θ. τουφέκι, όπλο -
19 ружьё
[ρουζ'ιό] ουσ ο τουφέκι, όπλο -
20 выбросить
-ошу, -осишь, προστκ. выбрось, κ. выброси, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выброшенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ έξω•он -ил окурок в окно αυτός πέταξε τη γόπα έξω από το παράθυρο•
выбросить мусор πετώ έξω τα σκουπίδια.
|| μτφ. διαγράφω, σβήνω, περικόπτω, απορρίπτω•в цензуре -ли основное η λογοκρισία απέρριψε το βασικό.
|| μτφ. σπαταλώ, ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα, σκορπώ•выбросить зря деньги σπαταλώ τα χρήματα•
выбросить на ветер сто рублей σκορπίζω στον αέρα (εξανεμίζω) εκατό ρούβλια.
2. προτείνω, προβάλλω, τεντώνω, τινάζω•выбросить руку вправо τεντώνω το χέρι δεξιά•
-винтовку выбросить προτείνω το τουφέκι.
3. προπέμπω, προαποστέλλω, εξαποστέλλω.4. αναδίδω, εκφύω, βλαστίζω.5. βγάζω, ρίχνω•выбросить товары на рынок ρίχνω εμπορεύματα στην αγορά.
εκφρ.выбросить из головы, сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι (νου), την καρδιά, τη μνήμη (ξεχνώ)•-лозунг ή призыв – ρίχνω σύνθημα•выбросить на улицу – α) ρίχνω, πετώ στο δρόμο, διώχνω από το σπίτι, β) στερώ των μέσων ύπαρξης, πετώ στο δρόμο.ρίχνομαι, πηδώ κάτω•он -ился из окна αυτός ρίχτηκε (έπεσε) κάτω από το παράθυρο.
|| εξοκέλλω• προσαράσσω. || ξεσπώ, βγαίνω, πετάγομαι απότομα, με δύναμη (για καπνό, φλόγα, νερό κ.τ.τ.).
См. также в других словарях:
τουφέκι — τουφέκι, το και ντουφέκι, το (λ. τουρκ.) 1. μακρύκαννο φορητό πυροβόλο όπλο. 2. πυροβολισμός του όπλου αυτού, τουφεκιά: Αχός βαρύς ακούγεται πολλά τουφέκια πέφτουν, μήνα σε γάμο ρίχνονται… (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουφέκι — και ντουφέκι, το, Ν στρ. βλ. τυφέκιο … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
τουφεκίζω — και ντουφεκίζω και τυφεκίζω Ν [τουφέκι] 1. πυροβολώ με τουφέκι 2. εκτελώ κάποιον με τυφεκισμό … Dictionary of Greek
τουφεκώ — και ντουφεκώ, άω, Ν [τουφέκι / ντουφέκι] ρίχνω σφαίρες με το τουφέκι, πυροβολώ … Dictionary of Greek
Μάουζερ, Βίλχελμ — (Willhelm Mauser, Όμπερντορφ επί του Νέκαρ, Βυρτεμβέργη 1834 – 1882). Γερμανός οπλοποιός και βιομήχανος. Μαζί με τον αδελφό του Πάουλ (1838–1914) κατασκεύασε ένα επαναληπτικό τουφέκι ταχείας βολής, τον τύπο 71, που έγινε αμέσως δεκτό από τον… … Dictionary of Greek
Modernes Griechisch — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia
Neugriechisch — Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia
Neugriechische Sprache — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia